- παλιννοστώ
- (ΑΜ παλιννοστῶ, -έω)βλ. παλινοστώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλιννοστώ — παλιννοστώ, παλιννόστησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παλιννοστώ — παλιννόστησα, γυρίζω, επιστρέφω στην πατρίδα: Το μήνα αυτόν πολλοί εργάτες παλιννόστησαν από τη Γερμανία. Ουσ. παλιννόστηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλιννόστῳ — παλίννοστος returning masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλινοστώ — και παλιννοστώ (ΑΜ παλινοστῶ και παλιννοστῶ, έω) [παλίνοστος] επανέρχομαι, επιστρέφω, ιδίως στην πατρίδα … Dictionary of Greek
ανανοστώ — ἀνανοστῶ ( έω) (Α) [νοστῶ] επανέρχομαι στην πατρίδα μου, παλιννοστώ … Dictionary of Greek